παραλογεύομαι

παραλογεύομαι
παραλληλ-εύομαι,
A practise extortion, PPetr. 2p.126 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραλογεύομαι — Α εισπράττω με βίαιο τρόπο, εκβιαστικά, υπερβολικό φόρο από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λογεύω «συλλέγω φόρους, συνεισφορές»] …   Dictionary of Greek

  • παραλογεία — ή Α [παραλογεύομαι] εκβιαστική και βίαιη είσπραξη υπερβολικού φόρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”